Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΙΔΕΩΔΗ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ.




 



         Η ανάπτυξη της αθηναϊκής δημοκρατίας στάθηκε κεντρική πηγή έμπνευσης για τη νεότερη πολιτική σκέψη. Τα πολιτικά ιδεώδη της – ισότητα των πολιτών, ελευθερία, σεβασμός του νόμου και της δικαιοσύνης – διαμόρφωσαν την πολιτική σκέψη στη Δύση διαμέσου των αιώνων. Ωστόσο, η κληρονομιά της Αθήνας σε καμία περίπτωση δεν έγινε άκριτα αποδεκτή από τους μεγάλους Έλληνες στοχαστές που μελέτησαν τις ιδέες και τον πολιτισμό της, κυρίως τον Θουκυδίδη (περίπου 460-399 π. Χ.), τον Πλάτωνα (περίπου 427-347 π. Χ.) και τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.). Στο έργο τους συναντούμε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και ανθεκτικές στο χρόνο εκτιμήσεις των ορίων της δημοκρατικής θεωρίας και πρακτικής που έχουν γραφεί ποτέ. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει κανένας μεγάλος αρχαίος Έλληνας δημοκρατικός θεωρητικός, στα κείμενα και στις ιδέες του οποίου θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε για τις λεπτομέρειες και τη δικαιολόγηση της κλασικής δημοκρατικής πόλης. Η εικόνα μας γι’ αυτόν τον ακμαίο πολιτισμό πρέπει να συντεθεί μέσα από ποικιλόμορφες πηγές, όπως είναι αποσπάσματα κειμένων και τα ευρήματα ιστορικών και αρχαιολόγων. Τα ιδεώδη και οι στόχοι της αθηναϊκής δημοκρατίας αναπτύσσονται με εντυπωσιακό τρόπο στον << Επιτάφιο >> του Περικλή, έναν εξέχοντα αθηναίο πολίτη, στρατηγό και πολιτικό. Η δημηγορία αυτή, που ίσως τη <<συνέθεσε>> ο Θουκυδίδης περίπου τριάντα χρόνια μετά την εκφώνησή της, υμνεί την πολιτική ισχύ και σπουδαιότητα της Αθήνας. Δύο παράγραφοί της αξίζει ιδιαίτερα να τονιστούν:
       […] << Το πολίτευμα που έχουμε δε γυρεύει να πάρει τους νόμους του από τους ξένους.  πιο πολύ είμαστε εμείς το παράδειγμα σε μερικούς παρά που ξεσηκώνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι. Το όνομά του, επειδή δε ζούμε στηριγμένοι πάνω στους λίγους παρά στους περισσότερους, είναι κυριαρχία του δήμου, δημοκρατία. ωστόσο, οι νόμοι όταν είναι για τις ιδιωτικές τους διαφορές δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα. όσο πάλι για την προσωπική επιβολή, κατά που βλέπουν τον καθένα να προκόβει σε κάτι, όχι από τη σειρά, όσο γιατί είναι ικανός, γι’ αυτό τον προτιμούν να πάρει μέρος στα δημόσια πράγματα. ούτε πάλι κανένας από ένδεια, κι όταν ακόμα έχει να κάνει κάτι καλό στην πόλη μας, βρίσκεται εμποδισμένος, επειδή του λείπει η κοινωνική επιβολή. Και δεν είναι μόνο στη δημόσια ζωή μας που ζούμε λεύτερα. είναι και που δεν κοιτάζουμε υποψιασμένα ο ένας τον άλλο στις καθημερινές μας δουλειές. δεν θυμώνουμε με το γείτονά μας, αν τυχόν κάνει κάτι κατά την όρεξή του, κι ούτε παίρνουμε την όψη πειραγμένου, πράγμα που αν δεν βλάπτει, όμως στεναχωρεί τον άλλο. Κι ενώ στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε απείραχτα μεταξύ μας, σαν πολίτες είναι πιο πολύ από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε στους άρχοντές μας, κάθε φορά πειθαρχικοί στους νόμους, και μάλιστα σε όσους από αυτούς έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους, και σε όσους και άγραφοι που είναι, φέρουν ντροπή ομολογημένη…
       […] Και είμαστε οι ίδιοι που φροντίζουμε και για τα δικά μας και για τα πολιτικά μαζί πράγματα, κι ενώ καθένας μας κοιτάζει τη δουλειά του, δεν κατέχουμε λιγότερο τα πολιτικά. Γιατί είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν παίρνει καθόλου μέρος σ’ αυτά, τον θεωρούμε έναν άνθρωπο όχι ήσυχο, μόνο άχρηστο, κι ακόμα που ή παίρνουμε οι ίδιοι την απόφαση που ταιριάζει ή τουλάχιστο φτάνουμε σε μια σωστή κρίση για τα πράγματα. γιατί δεν πιστεύουμε πως τα λόγια φέρνουν βλάβη στα έργα. να μη διδαχθούμε πρώτα με το λόγο, πριν φτάσουμε να ενεργήσουμε όσο πρέπει, αυτό είναι που θαρρούμε πιο βλαβερό >> (Περικλέους Επιτάφιος, από Θουκυδίδη ΙΙ, 37,40, μετάφραση ι. Θ. Κακριδή).
       Στο απόσπασμα αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά σημαντικά σημεία: Ο Περικλής περιγράφει μια κοινότητα όπου όλοι οι πολίτες μπορούν, και μάλιστα, οφείλουν, να συμμετέχουν στη διαμόρφωση και τη φροντίδα μιας κοινής ζωής. Τυπικά, η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά δε συναντούσε εμπόδια βασισμένα στην κοινωνική θέση ή τον πλούτο. Ο δήμος είχε κυρίαρχη εξουσία στις νομοθετικές και δικαστικές λειτουργίες. Η αθηναϊκή αντίληψη για την ιδιότητα του << πολίτη >> θεωρούσε αναγκαία την παρέμβασή του στις λειτουργίες αυτές, μέσω άμεσης συμμετοχής στις κρατικές υποθέσεις. Η αθηναϊκή δημοκρατία διακρίνεται από τη γενική αναγνώριση της αρχής της δημόσιας αρετής: την αφοσίωση στη δημοκρατική πόλη – κράτος και την υπαγωγή της ιδιωτικής ζωής στις δημόσιες υποθέσεις και το κοινό αγαθό. Το << δημόσιο >> και το << ιδιωτικό >> ήταν αλληλένδετα, παρόλο που, όπως επισημαίνει ο Περικλής, η ανεκτικότητα είναι απαραίτητη ώστε οι άνθρωποι να ικανοποιούνται << κατά τη βουλή τους >>. Αλλά η αρχαία ελληνική άποψη προσέγγιζε τη θέση ότι: << η αρετή του ατόμου ταυτίζεται με την αρετή του πολίτη >>. Οι άνθρωποι ολοκληρώνονταν και ζούσαν έντιμα ως πολίτες μόνο μέσα στην πόλη και μέσω αυτής, επειδή η ηθική και η πολιτική ενσωματώνονταν στη ζωή της πολιτικής κοινότητας. Μέσα στην κοινότητα αυτή, ο πολίτης είχε δικαιώματα και υποχρεώσεις. όμως αυτά τα δικαιώματα δεν αναφέρονταν σε ιδιωτικά άτομα, σε ιδιώτες και αυτές οι υποχρεώσεις δεν επιβάλλονταν από ένα κράτος που ήταν ταγμένο στη διατήρηση ενός πλαισίου προστασίας των ιδιωτικών επιδιώξεων των ατόμων. Μάλλον, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολίτη συνδέονταν με τη δική του θέση. εκπορεύονταν από τη δική του ύπαρξη ως πολίτη: επρόκειτο για <<δημόσια >> δικαιώματα και καθήκοντα. Η << ενάρετη ζωή >> ήταν δυνατή μόνο μέσα στην πόλη. Έτσι, πλέον, ο Περικλής διακήρυττε με περηφάνια ότι: << … η πόλη μας στο σύνολό της πρώτα είναι το σχολείο της Ελλάδας >>. Μέσα από την ανεξαρτησία, την κοινωνική θέση, την παιδεία, την τέχνη, τη θρησκεία, το άτομο μπορούσε να ολοκληρώσει τις << υλικές του δυνάμεις >> και το τέλος (δηλαδή το σκοπό, το στόχο) του κοινού αγαθού. Και η έννοια της δικαιοσύνης δεν ήταν παρά η διασφάλιση και εκπλήρωση του ρόλου και της θέσης του πολίτη μέσα στην πόλη – κράτος.       

ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑ
Φιλόλογος


Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Άγιος Παΐσιος: Η καλοσύνη βλάπτει τον αμετανόητο!

- Γέροντα, θυμάμαι, μια φορά με είχατε μαλώσει πολύ.

- Αν χρειασθή, πάλι θα σε μαλώσω, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τώρα θα λάβω δρακόντεια μέτρα!…
Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα να δώσω στον άλλον να καταλάβη ότι χρειάζεται το μάλωμα και ύστερα να τον μαλώσω. Καλά δεν κάνω; Εγώ, επειδή μαλώνω τον άλλον, όταν βλέπω να κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός.
Αλλά τι να κάνω; να αναπαύω καθέναν στο πάθος του, για να είμαι τάχα καλός μαζί του, και μετά να πάμε όλοι μαζί στην κόλαση; Ποτέ δεν με πειράζει η συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί από αγάπη το κάνω, για το καλό του.

Βλέπω ότι δεν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τον Χριστό με αυτό που έκανε, γι’ αυτό τον μαλώνω. Εγώ πονάω, λειώνω εκείνη την ώρα, αλλά δεν με πειράζει η συνείδηση, γιατί τον μάλωσα. Μπορώ να πάω να κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς να εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μια παρηγοριά, μια χαρά. Γιατί για μένα παρηγοριά και χαρά είναι η σωτηρία της ψυχής.

- Γέροντα, μου περνά ο λογισμός ότι μου μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δεν σηκώνω την αυστηρότητα ή γιατί μου έχετε πει πολλές φορές να κάνω κάτι και δεν το έκανα, οπότε με αφήνετε.

- Ευλογημένη ψυχή, με την σωτηρία της ψυχής σου θα παίζω; Ο νέος κάνει πρόβες. Ο μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Να νιώθης σιγουριά. Αν δω κάτι στραβό, είτε από μακριά είτε από κοντά, θα σου το πω.

Εσύ έχε εμπιστοσύνη και ειρήνευε. Α, δεν μ’ έχετε καταλάβει εμένα! Έτσι εύκολα θα αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι η ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη από την συναίσθηση του σφάλματός της, τι να πω; Τότε την παρηγορώ, για να μην πέση στην απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα την καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, για να την ταρακουνήσω.

Αν ένας προχωράη προς τον γκρεμό και του λέω: «προχώρα, πολύ καλά πας», δεν εγκληματώ; Το κακό με μερικούς είναι που δεν πιστεύουν, όταν τους λες να μην ανησυχούν, και βασανίζονται. Αν δω κάτι κακό, πως δεν θα το πω; Πως να αφήσης τον άλλον να πάη στην κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θα βάλης και τις φωνές, όταν χρειάζεται. Για μένα πιο καλά είναι να μη μιλάω, αλλά δεν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.

Ύστερα να προσέξη κανείς το εξής: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό· εγώ σε συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό· πάλι σε συγχωρώ. Εγώ είμαι εντάξει, αλλά, εάν εσύ δεν διορθώνεσαι, επειδή σε συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ.

Άλλο εάν δεν μπορής τελείως να διορθωθής. Να προσπαθήσης όμως να διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι να αναπαύης τον λογισμό σου και να λες: «Αφού με συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα και δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται στενοχώρια».

Μπορεί κάποιος να σφάλλη, αλλά αν μετανοή, κλαίη, ζητάη με συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται να διορθωθή, τότε υπάρχει η αναγνώριση και πρέπει και ο πνευματικός να συγχωράη. Αν όμως δεν μετανοή και συνεχίζη την τακτική του, δεν μπορεί αυτός που έχει την ευθύνη της ψυχής του να γελάη. Η καλωσύνη τον αμετανόητο τον βλάπτει.

Από το βιβλίο "Πάθη & Αρετές", Λόγοι Ε΄, γ.Παϊσίου Αγιορείτου

Άγιος Πορφύριος: Αυτά είναι τα «ανώτερα μαθηματικά» της θρησκείας μας!



~ Ο Θεός θέλει να ομοιωθούμε με τους αγγέλους. Οι άγγελοι μόνο δοξολογούν τον Θεό.

Αυτή είναι η προσευχή τους, μόνο η δοξολογία. Είναι λεπτό πράγμα η δοξολογία – ξεφεύγει απ’ τα ανθρώπινα. Εμείς είμαστε άνθρωποι πολύ υλικοί και χαμερπείς, γι’ αυτό και προσευχόμαστε στον Θεό ιδιοτελώς. Τον παρακαλούμε να μας τακτοποιήσει τα θέματά μας, να πάνε καλά τα καταστήματά μας, οι υποθέσεις μας, η υγεία μας, τα παιδιά μας. Προσευχόμαστε, όμως, ανθρώπινα και με ιδιοτέλεια.

Η δοξολογία είναι ανιδιοτελής προσευχή. Οι άγγελοι δεν προσεύχονται, για να κερδίσουν κάτι, είναι ανιδιοτελείς. Ο Θεός έδωσε και σ’ εμάς αυτή τη δυνατότητα, να είναι η προσευχή μας μία διαρκής δοξολογία, προσευχή αγγελική. Εδώ βρίσκεται το μεγάλο μυστικό. Όταν μπούμε σ’ αυτή την προσευχή, τότε θα δοξάζουμε τον Θεό συνεχώς, αφήνοντάς τα όλα σε Αυτόν, όπως εύχεται η Εκκλησία μας: «πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Αυτά είναι τα «ανώτερα μαθηματικά » της θρησκείας μας!

*******************

~ Να προσεύχεσθε για την κάθαρση κάθε ανθρώπου, για να μιμηθείτε τον αγγελικό τρόπο στη ζωή σας. Ναι, οι άγγελοι δεν προσεύχονται για τον εαυτό τους. Εγώ έτσι προσεύχομαι για τους ανθρώπους, για την Εκκλησία, για το Σώμα της Εκκλησίας. Την ώρα που προσεύχεσθε για την Εκκλησία, απαλλάσσεσθε κι από τα πάθη. Την ώρα που δοξολογείτε, απαλύνεται η ψυχούλα σας και αγιάζεται υπό της θείας χάριτος. Αυτή την τέχνη θέλω να μάθετε.

από το βιβλίο: «Ο Χριστός είναι το παν» – Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη (Ι.Μ.Χρυσοπηγής – Χανιά 2016)

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Οστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν...

Οστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν...

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Είναι δύσκολο και οδυνηρό να περπατάς ξυπόλητος ανάμεσα στ’ αγκάθια.
Όταν όμως ο ξυπόλητος άνθρωπος πεθαίνει της δίψας κι η πηγή με το νερό είναι μετά τα’ αγκάθια, δε θ’ αποφασίσει γρήγορα να βαδίσει πάνω σ’ αυτά, μ’ όλο που τα πόδια του θα πληγωθούν, για να πλησιάσει στο νερό;
Ή μήπως θα προτιμήσει να καθίσει πάνω στο χλωρό γρασίδι που είναι πριν από τα’ αγκάθια και να πεθάνει της δίψας;
Κάποιοι άνθρωποι που είναι άρρωστοι από την αμαρτία λένε: «Δεν μπορούμε να πάρουμε τόσο πικρό φάρμακο». Κι έτσι ο γιατρός που αγαπά το ανθρώπινο γένος, πήρε πρώτος το φάρμακο, το πικρότερο φάρμακο, μ’ όλο που ήταν υγιής. Και το έκανε αυτό μόνο για να δείξει στους αρρώστους πως αυτό δεν είναι αδύνατο. Αλήθεια, πόσο πιο δύσκολο είναι στον υγιή άνθρωπο να πάρει και να καταπιεί το φάρμακο που είναι για τους αρρώστους! Εκείνος όμως το πήρε, ώστε οι θνητοί άρρωστοι να οδηγηθούν στην απόφαση να το πάρουν και αυτοί.
«Δεν μπορούμε να περπατήσουμε ξυπόλητοι πάνω στα αγκάθια, λένε οι άνθρωποι που είναι άρρωστοι από την αμαρτία, όσο και να διψάμε και όσο καθαρό και να’ ναι το νερό από την άλλη μεριά». Κι έτσι ο Κύριος, που αγαπά το ανθρώπινο γένος, βάδισε ο ίδιος ξυπόλητος πάνω στ’ αγκάθια. Και τώρα καλεί από την άλλη μεριά τους διψασμένους στην πηγή με το δροσερό νερό.
«Είναι δυνατό, μας λέει. Βάδισα μόνος μου πάνω στα πιο αιχμηρά αγκάθια και πατώντας τα, τα άμβλυνα, τα μαλάκωσα. Ελάτε λοιπόν».
«Αν το φάρμακο είναι ο σταυρός, δεν μπορούμε να το πάρουμε. Και να ο σταυρός είναι ο δρόμος, δεν μπορούμε να τον βαδίσουμε». Αυτό λένε όλοι εκείνοι που η αμαρτία τους έκανε άρρωστους. Κι έτσι ο Κύριος, που αγαπά το ανθρώπινο γένος, σήκωσε πάνω Του το βαρύτερο σταυρό, για να μας δείξει πως κι αυτό είναι δυνατό.
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι». Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, πρέπει να απαρνηθεί τον παλιό και αμαρτωλό εαυτό του, να πάρει πάνω του το σταυρό των θλίψεων και των δοκιμασιών και τότε ας με ακολουθήσει.
Ο Κύριος δεν οδηγεί τους ανθρώπους στο σταυρό πριν απ’ Αυτόν. Τους καλεί να τον ακολουθήσουν, αφού Εκείνος πρώτος κουβάλησε τον Σταυρό. Έγινε ο πρώτος στα πάθη κι ο πρώτος στη δόξα.
Ήρθε και για να αποδείξει πως όλ’ αυτά που οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατα, τελικά είναι δυνατά… ότι Αυτός τα έκανε δυνατά!

Πηγή: imverias.blogspot.gr
            http://www.agioritikovima.gr/

Θυμιατό και Θυμίαμα...

Θυμιατό και Θυμίαμα...

Θυμιατό
Τα θυμιατά που χρησιμοποιούμε στους Ιερούς Ναούς είναι κινητά μεταλλικά σκεύη που στο κάτω μέρος δέχονται τα αναμμένα κάρβουνα ή καρβουνόσκονη. Εξαρτώνται από τέσσερις αλυσίδες με δώδεκα κουδουνάκια. Συμβολίζουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές και τους δώδεκα Αποστόλους αντίστοιχα. 
Η βάση του θυμιατού συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού μέσα στα σπλάχνα της Παναγίας Μητέρας Του. Τα ανάμενα κάρβουνα συμβολίζουν το πυρ της θεότητας. Είναι η βάτος η φλεγόμενη αλλά μη κατακαιομένη. Η φωτιά συμβολίζει και τη Θεία Αγάπη που ως φωτιά καίει την καρδιά του κάθε πιστού.
Θυμίαμα καλείται από τα αρχαία χρόνια το αρωματικό ρετσίνι ή το κόμμι που βγαίνει από τις τομές στον κορμό του δέντρου λίβανος εξ ου και λιβάνι. Είναι ένα από τα τρία δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Κύριο μας. Συμβολίζει την προσευχή μας που ανέρχεται όπως ο καπνός, στο θρόνο του Θεού. Όπως δηλαδή το λιβάνι συναντάται με το αναμμένο κάρβουνο και δεν μένει εκεί, αλλά αφού αφού θερμανθεί ανέρχεται προς τα άνω και σκορπίζει την ευωδία, έτσι και οι ψυχές μας με ζεστή και θερμή πίστη προσευχόμενες, δεν πρέπει να κολλούν στα γήινα υλικά όταν λατρεύουν το Θεό, αλλά να φτερουγίζουν προς τα άνω μυροβλύζουσες, απαγκιστρωμένες από τις υλικές μέριμνες.
θυμιαμα
Το θυμίαμα στη λατρεία του Θεού χρησιμοποιούνταν και απὸ τους Eβραίους και απὸ τους ειδωλολάτρες. Ήταν δείγμα αναγνώρισης της υπερέχουσας αξίας του Θεού, ήταν σύμβολο υποταγής και αφοσίωσης. Στο σπίτι καλό είναι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με κάποια προσευχή. Οι πνευματικοί συμβολισμοί του θυμιάματος είναι:
1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. " Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. . . " Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή " εις όσμήν ευωδίας πνευματικής ". Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος " Ώσπερ το θυμίαμα και καθ' εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δέ μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τώ πυρί. Ούτω δέ και η ευχή καλή μέν καθ' εαυτήν, καλλίων δέ και ευωδεστέρα γίνεται όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πύρ ανάπτη σφοδρόν ". Γι ' αυτό και πρέπει, όταν προσεύχεται κανείς, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι.
2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Αγ. Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιό Του Πνεύμα " έν είδει πυρίνων γλωσσών ". Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει " Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος ". Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μάς στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι' αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος : " Δηλοί την απ' ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τώ κόσμω διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι' αυτού αναχθείσαν".
3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δέ ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς το Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε " ευωδίαν Χριστού ".
4. Το δέ θυμιατήριον, όπου καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι " πύρ καταναλίσκον ", χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση. Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως " Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πύρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην ". Και αλλού " Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν εν ώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα ". Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας " Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε.
5. Στην Αποκάλυψη ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει για χρυσό Θυμιατήρι: «λιβανωτόν χρυσούν». Απ’ αυτό ανέβηκε ο καπνός των Θυμιαμάτων μαζί με τις προσευχές των άγιων ενώπιων του Θεού (Αποκ.8/η',35). Σε άλλο σημείο της Αποκαλύψεως (5/ε',8) ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ταυτίζει το Θυμίαμα με τις προσευχές των άγιων. Εκεί γράφει για τους εικοσιτέσσερις πρεσβυτέρους οι όποιοι προσκύνησαν το Αρνίον «έχοντες έκαστος κιθάραν και φιάλας χρυσας γεμούσας θυμιαμάτων, αι είσιν αι προσευχαί των άγίων». (Δηλαδή: έχοντας ο καθένας κιθάρα και φιάλες χρυσές γεμάτες θυμιάματα, που είναι οι προσευχές των αγίων).

Με το θυμίαμα που προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται η ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τάς καρδίας». Όπως το θυμίαμα θερμαινόμενο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω ευωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και η ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, απαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες. Η βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, η φωτιά την θεότητά Του και ο ευώδης καπνός μάς «πληροφορεί» την προπορευόμενη ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
Ο Μωυσής υπακούοντας στον Θεό κατασκεύασε και τοποθέτησε στη Σκηνή του Μαρτυρίου Θυσιαστήριο του Θυμιάματος (Έξοδ. 30: 1-10). Ο τρόπος παρασκευής του Θυμιάματος διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο (Έξοδ. 30: 34-36). Η προσφορά Θυμιάματος στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε εντολή του Θεού. Έπρεπε να προσφερθεί Θυμίαμα στην αρχή της ημέρας το πρωί και το βράδυ με το άναμμα των Λύχνων (Έξοδ. 30: 7-8).
Αυτή η καλή συνήθεια μεταφέρθηκε και στη χριστιανική λατρεία. Ιδιαίτερα προσφέρεται Θυμίαμα στον Εσπερινό με το ιλαρό φως της δύσεως του Ηλίου και στο ψάλσιμο του δεύτερου στίχου του 140 Ψαλμού, όπου ψάλλεται το "κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου". Παρακαλούμε τον Κύριο να ανεβεί η προσευχή μας προς τον θρόνο Του, όπως ανεβαίνει το ευωδιαστό Θυμίαμα προς τον ουρανό.

Το λατρευτικό αυτό μέσο δημιουργεί κατανυκτικό κλίμα προσευχής και ελκύει την αγιαστική χάρη του Θεού. Η ευλογία του Θυμιάματος κατά την τελετή της Προσκομιδής δείχνει καθαρά τη μεγάλη ωφέλεια, που προξενείται στους εκκλησιαζόμενους από την προσφορά του Θυμιάματος. Λέει χαρακτηριστικά εκεί ο ευλογών λειτουργός: "Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής· ό προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του παναγίου σου Πνεύματος". (Δηλαδή: Θυμίαμα σ' Εσένα προσφέρουμε, Χριστέ Ύψιστε Θεέ, ως οσμή ευωδίας πνευματικής· αυτό, αφού δέχθηκες στο υπερουράνιό Σου Θυσιαστήριο, στείλε πίσω σε μας τη χάρη του παναγίου Σου Πνεύματος). Έκπληξη προκαλεί το ότι τα ίδια λόγια περίπου χρησιμοποιεί ο λειτουργός και για την προσφορά των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία: " Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, δεηθώμεν". (Δηλαδή: Με σκοπό ο φιλάνθρωπος Θεός μας, που δέχθηκε αυτά στο άγιο και υπερουράνιο και πνευματικό Του Θυσιαστήριο ως οσμή ευωδίας πνευματικής, να στείλει πίσω σε μας τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ας παρακαλέσουμε).
Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τους πιστούς, αυτοί πρέπει να προσκυνούν ευλαβικά προσδοκώντας την ευλογία και τη χάρη του Θεού. Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τις εικόνες των αγίων, επιζητεί τις μεσιτικές προσευχές τους προς τον Κύριο για βοήθεια των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας. Δυστυχώς Πολλοί χριστιανοί, όταν τους θυμιά ο Ιερεύς, παραμένουν ακίνητοι (σάν κολώνες). Και τούτο, ασφαλώς, λόγω άγνοιας. Η μικρή υπόκλιση είναι δείγμα ότι συμμετέχουμε στα τελούμενα. Εκτός από τον Ι. Ναό, είναι καλό και στο σπίτι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με ολοκάρδια προσευχή.
Οι τρεις περιφερειακές αλυσίδες του Θυμιατηρίου, που κρατούν τη βάση, συμβολίζουν την Αγία Τριάδα. Η κεντρική αλυσίδα, που ανεβοκατεβάζει το κάλυμμα, συμβολίζει τον Υίο του Θεού που κατέβηκε στη γη και αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να σώσει τον άνθρωπο. Οι δώδεκα Κωδωνίσκοι με τον ευχάριστο ήχο τους συμβολίζουν τους δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι κήρυξαν και διαλάλησαν παντού τη Θεότητα του Χριστού και τη λύτρωση που πρόσφερε με τη θυσία Του στον Σταυρό. Η βάση του Θυμιατηρίου, δηλαδή το κάτω ημισφαίριο, συμβολίζει τη Θεοτόκο, η οποία δέχθηκε τον Κύριο της δόξης, ο οποίος εδώ συμβολίζεται με τα αναμμένα κάρβουνα. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία η βάση συμβολίζει τη γη, ενώ το κάλυμμα τον ουρανό.
Ο  ευώδης καπνός, όπως φαίνεται καθαρά στην Αποκάλυψη, συμβολίζει τις προσευχές των αγιασμένων πιστών και την εξαγιαστική χάρη του Άγιου Πνεύματος.


Πηγή:   http://euxh.gr
                http://www.agioritikovima.gr/