Η ανάπτυξη της αθηναϊκής δημοκρατίας στάθηκε κεντρική πηγή έμπνευσης
για τη νεότερη πολιτική σκέψη. Τα πολιτικά ιδεώδη της – ισότητα των
πολιτών, ελευθερία, σεβασμός του νόμου και της δικαιοσύνης – διαμόρφωσαν
την πολιτική σκέψη στη Δύση διαμέσου των αιώνων. Ωστόσο, η κληρονομιά
της Αθήνας σε καμία περίπτωση δεν έγινε άκριτα αποδεκτή από τους
μεγάλους Έλληνες στοχαστές που μελέτησαν τις ιδέες και τον πολιτισμό
της, κυρίως τον Θουκυδίδη (περίπου 460-399 π. Χ.), τον Πλάτωνα (περίπου
427-347 π. Χ.) και τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.). Στο έργο τους
συναντούμε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και ανθεκτικές στο χρόνο
εκτιμήσεις των ορίων της δημοκρατικής θεωρίας και πρακτικής που έχουν
γραφεί ποτέ. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει κανένας μεγάλος αρχαίος
Έλληνας δημοκρατικός θεωρητικός, στα κείμενα και στις ιδέες του οποίου
θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε για τις λεπτομέρειες και τη δικαιολόγηση
της κλασικής δημοκρατικής πόλης. Η εικόνα μας γι’ αυτόν τον ακμαίο
πολιτισμό πρέπει να συντεθεί μέσα από ποικιλόμορφες πηγές, όπως είναι
αποσπάσματα κειμένων και τα ευρήματα ιστορικών και αρχαιολόγων. Τα
ιδεώδη και οι στόχοι της αθηναϊκής δημοκρατίας αναπτύσσονται με
εντυπωσιακό τρόπο στον << Επιτάφιο >> του Περικλή, έναν
εξέχοντα αθηναίο πολίτη, στρατηγό και πολιτικό. Η δημηγορία αυτή, που
ίσως τη <<συνέθεσε>> ο Θουκυδίδης περίπου τριάντα χρόνια
μετά την εκφώνησή της, υμνεί την πολιτική ισχύ και σπουδαιότητα της
Αθήνας. Δύο παράγραφοί της αξίζει ιδιαίτερα να τονιστούν:
[…] << Το πολίτευμα που έχουμε δε
γυρεύει να πάρει τους νόμους του από τους ξένους. πιο πολύ είμαστε εμείς το παράδειγμα σε μερικούς
παρά που ξεσηκώνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι. Το όνομά του, επειδή δε ζούμε
στηριγμένοι πάνω στους λίγους παρά στους περισσότερους, είναι κυριαρχία του
δήμου, δημοκρατία. ωστόσο, οι νόμοι όταν είναι για τις ιδιωτικές τους
διαφορές δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα. όσο πάλι για την
προσωπική επιβολή, κατά που βλέπουν τον καθένα να προκόβει σε κάτι, όχι από τη
σειρά, όσο γιατί είναι ικανός, γι’ αυτό τον προτιμούν να πάρει μέρος στα
δημόσια πράγματα. ούτε πάλι κανένας από ένδεια, κι όταν ακόμα έχει
να κάνει κάτι καλό στην πόλη μας, βρίσκεται εμποδισμένος, επειδή του λείπει η
κοινωνική επιβολή. Και δεν είναι μόνο στη δημόσια ζωή μας που ζούμε λεύτερα. είναι και που δεν κοιτάζουμε υποψιασμένα ο ένας τον άλλο στις καθημερινές
μας δουλειές. δεν θυμώνουμε με το γείτονά μας, αν τυχόν κάνει κάτι κατά
την όρεξή του, κι ούτε παίρνουμε την όψη πειραγμένου, πράγμα που αν δεν
βλάπτει, όμως στεναχωρεί τον άλλο. Κι ενώ στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε
απείραχτα μεταξύ μας, σαν πολίτες είναι πιο πολύ από εσωτερικό σεβασμό που δεν
παρανομούμε στους άρχοντές μας, κάθε φορά πειθαρχικοί στους νόμους, και μάλιστα
σε όσους από αυτούς έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους, και σε όσους
και άγραφοι που είναι, φέρουν ντροπή ομολογημένη…
[…] Και είμαστε οι ίδιοι που φροντίζουμε
και για τα δικά μας και για τα πολιτικά μαζί πράγματα, κι ενώ καθένας μας κοιτάζει
τη δουλειά του, δεν κατέχουμε λιγότερο τα πολιτικά. Γιατί είμαστε οι μόνοι που
όποιον δεν παίρνει καθόλου μέρος σ’ αυτά, τον θεωρούμε έναν άνθρωπο όχι ήσυχο,
μόνο άχρηστο, κι ακόμα που ή παίρνουμε οι ίδιοι την απόφαση που ταιριάζει ή
τουλάχιστο φτάνουμε σε μια σωστή κρίση για τα πράγματα. γιατί δεν
πιστεύουμε πως τα λόγια φέρνουν βλάβη στα έργα. να μη διδαχθούμε
πρώτα με το λόγο, πριν φτάσουμε να ενεργήσουμε όσο πρέπει, αυτό είναι που
θαρρούμε πιο βλαβερό >> (Περικλέους Επιτάφιος, από Θουκυδίδη ΙΙ, 37,40,
μετάφραση ι. Θ. Κακριδή).
Στο απόσπασμα αυτό μπορούμε να
εντοπίσουμε αρκετά σημαντικά σημεία: Ο Περικλής περιγράφει μια κοινότητα
όπου όλοι οι πολίτες μπορούν, και μάλιστα, οφείλουν, να συμμετέχουν στη
διαμόρφωση και τη φροντίδα μιας κοινής ζωής. Τυπικά, η συμμετοχή των
πολιτών στα κοινά δε συναντούσε εμπόδια βασισμένα στην κοινωνική θέση ή
τον πλούτο. Ο δήμος είχε κυρίαρχη εξουσία στις νομοθετικές και
δικαστικές λειτουργίες. Η αθηναϊκή αντίληψη για την ιδιότητα του
<< πολίτη >> θεωρούσε αναγκαία την παρέμβασή του στις
λειτουργίες αυτές, μέσω άμεσης συμμετοχής στις κρατικές υποθέσεις. Η
αθηναϊκή δημοκρατία διακρίνεται από τη γενική αναγνώριση της αρχής της
δημόσιας αρετής: την αφοσίωση στη δημοκρατική πόλη – κράτος και την
υπαγωγή της ιδιωτικής ζωής στις δημόσιες υποθέσεις και το κοινό αγαθό.
Το << δημόσιο >> και το << ιδιωτικό >> ήταν
αλληλένδετα, παρόλο που, όπως επισημαίνει ο Περικλής, η ανεκτικότητα
είναι απαραίτητη ώστε οι άνθρωποι να ικανοποιούνται << κατά τη
βουλή τους >>. Αλλά η αρχαία ελληνική άποψη προσέγγιζε τη θέση
ότι: << η αρετή του ατόμου ταυτίζεται με την αρετή του πολίτη
>>. Οι άνθρωποι ολοκληρώνονταν και ζούσαν έντιμα ως πολίτες μόνο
μέσα στην πόλη και μέσω αυτής, επειδή η ηθική και η πολιτική
ενσωματώνονταν στη ζωή της πολιτικής κοινότητας. Μέσα στην κοινότητα
αυτή, ο πολίτης είχε δικαιώματα και υποχρεώσεις. όμως αυτά τα
δικαιώματα δεν αναφέρονταν σε ιδιωτικά άτομα, σε ιδιώτες και αυτές οι
υποχρεώσεις δεν επιβάλλονταν από ένα κράτος που ήταν ταγμένο στη
διατήρηση ενός πλαισίου προστασίας των ιδιωτικών επιδιώξεων των ατόμων.
Μάλλον, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολίτη συνδέονταν με τη
δική του θέση. εκπορεύονταν από τη δική του ύπαρξη ως πολίτη:
επρόκειτο για <<δημόσια >> δικαιώματα και καθήκοντα. Η
<< ενάρετη ζωή >> ήταν δυνατή μόνο μέσα στην πόλη. Έτσι,
πλέον, ο Περικλής διακήρυττε με περηφάνια ότι: << … η πόλη μας στο
σύνολό της πρώτα είναι το σχολείο της Ελλάδας >>. Μέσα από την
ανεξαρτησία, την κοινωνική θέση, την παιδεία, την τέχνη, τη θρησκεία, το
άτομο μπορούσε να ολοκληρώσει τις << υλικές του δυνάμεις >>
και το τέλος (δηλαδή το σκοπό, το στόχο) του κοινού αγαθού. Και η
έννοια της δικαιοσύνης δεν ήταν παρά η διασφάλιση και εκπλήρωση του
ρόλου και της θέσης του πολίτη μέσα στην πόλη – κράτος.
ΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΑΝΤΩΝΙΑ
Φιλόλογος